προχωρητικός

προχωρητικός
η , ό[ν]
1) продвигающийся вперёд; 2) поступательный; 3) делающий успехи, преуспевающий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προχωρητικός" в других словарях:

  • προχωρητικός — ή, ό / προχωρητικός, ή, όν, ΝΜΑ [προχωρῶ] νεοελλ. φρ. «προχωρητική συλλογιστική σειρά» η σειρά που αποτελείται από πολλούς συλλογισμούς, οι οποίοι προχωρούν από τον λόγο προς την ακολουθία μσν. αρχ. (για λόγο) προφορικός …   Dictionary of Greek

  • προχωρητικόν — προχωρητικός masc acc sg προχωρητικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθετικός — ή, ό / προσθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [προστίθημι] ο κατάλληλος για πρόσθεση, αυτός που συντελεί στην πρόσθεση («προσθετική μηχανή») νεοελλ. φρ. α) «προσθετική ομάδα» (βιοχ.) το μη πρωτεϊνικό τμήμα τού μορίου τών ετεροπρωτεϊνών, που αποχωρίζεται με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»